- φούμαρα
- τα, Ν [φουμάρω]φαντασιοκοπίες, ψευτιές, ανόητες καυχησιολογίες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φούμαρα — τα καπνοί της φαντασίας, φαντασιοκοπήματα, μεγάλα λόγια, ιδέες ή λόγια ή πράξεις ξιπασμένου ανθρώπου: Μεγαλοπιάνεται και λέει φούμαρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φουμάρω — φουμάρω, φούμαρα και φουμάρισα βλ. πίν. 53 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φουμάρω — και φουμέρνω φουμάρισα και φούμαρα, φουμαρισμένος (λ. ιταλ.), καπνίζω τσιγάρο, πούρο, ναργιλέ κτό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)